ἀπολογισμοῦ

ἀπολογισμοῦ
ἀπολογισμός
giving account
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ευθύνη — (Νομ.). Ο όρος σημαίνει τη κατάσταση στην οποία βρίσκεται ένα άτομο που παραβίασε μια συμβατική υποχρέωση ή προκάλεσε ζημία με κάποια πράξη ή παράλειψή του αντίθετη είτε στον νόμο είτε στα ιδιαίτερα καθήκοντά του. Η έννοια της ε. έχει διάφορες… …   Dictionary of Greek

  • Ελεγκτικό Συνέδριο — Δικαστήριο και ανεξάρτητη διοικητική αρχή που λειτουργεί υπό την εποπτεία του υπουργείου Οικονομικών. Συστάθηκε το 1933 και από τότε αποτέλεσε αντικείμενο πολλών μεταρρυθμίσεων. Οι σχετικές διατάξεις κωδικοποιήθηκαν με το προεδρικό διάταγμα της 3 …   Dictionary of Greek

  • Νεκέρ, Ζακ — (Jacques Necker, Γενεύη 1732 – Κοπέ 1804). Γάλλος τραπεζίτης και πολιτικός. Το 1772 εγκατέλειψε τη ζωή των επιχειρήσεων, από την οποία, με βάση την τράπεζα Τελισόν Ν., είχε σχηματίσει μεγάλη περιουσία. Είχε μεγάλη εκτίμηση στους λογοτεχνικούς,… …   Dictionary of Greek

  • συμπεριφοράς, ψυχολογική θεωρία της- — (γνωστή και με το διεθνή όρο «μπεχαβιορισμός» από το αγγλικό behavior = συμπεριφορά). Είναι η θεωρητική κίνηση που εγκαινίασε στην Αμερική ο Γουάτσον το 1913, και που προβάλλει ως μοναδικό και επαρκές αντικείμενο μελέτης της ψυχολογίας τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”